- Κερμάν
- (Kerman). Πόλη (384.991 κάτ. το 1996) του Ιράν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (181.814 τ. χλμ., 2.004.328 κάτ.). Eίναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.700 μ., σε μια κοιλάδα του υψιπέδου του νοτιοανατολικού Ιράν που είναι εύφορη, λόγω των αρδευτικών έργων που πραγματοποιήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, η πόλη ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. από τον Σασσανίδη βασιλιά Aρντασίρ Α’, από τον οποίο προήλθε η αρχική της ονομασία, Mπε-γε Aρντασίρ. Την κατέλαβαν οι Άραβες το 642 και το 928 αποτέλεσε πρωτεύουσα επαρχίας του βασιλείου των Σαφαβιδών, που της έδωσαν και τη σημερινή της ονομασία. Μέσα στους επόμενους πέντε αιώνες κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους, τους Mογγόλους και τους Tιμουρίδες. Το 1502 το Κ. κατελήφθη από τον Iσμαήλ, ο οποίος του χάρισε μία περίοδο ευημερίας. Στα τέλη του 18ου αι. η πόλη και η επαρχία της λεηλατήθηκαν από τα στρατεύματα του Aγά Mουχάματ Kατζάρ. Τα πιο ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά μνημεία είναι η αρχαία ακρόπολη (Kάλα-γε-Nτουκτάρ) σε έναν λόφο που δεσπόζει στο κατοικημένο τμήμα, η Γκουνμπάντ-ε-Γκαμπαλίγια (13ος αι.), κτίριο με τρούλο και περιβαλλόμενο από εξωτερική περίμετρο οκτάγωνου σχήματος, το σελτζουκικό τζαμί Mαστζίντ-ε-Mάλικ, το τζαμί της Παρασκευής (1349) με τέσσερις ιουάν και το Mαστζίντ-ε-Πα Mινάρ (1390). Το Κ. αποτελεί σπουδαίο οδικό κόμβο και διαθέτει αεροδρόμιο. Ακόμη είναι γεωργικό και εμπορικό κέντρο με βιομηχανίες υφαντουργίας (από τον 16ο αι. κατασκευάζονται περίφημα χαλιά) και ειδών διατροφής. Τέλος, ευρεία διάδοση έχουν η αργυροχοΐα και η ορειχαλκουργία.
Dictionary of Greek. 2013.